- πρόᾳσμα
- πρόᾳσμα, ατος, τό,A prelude, Sch.Theoc.1.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόᾳσμα — prelude neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόασμα — τὸ, ΜΑ μσν. το προοίμιο αρχ. το προοίμιο ωδής, το οποίο επαναλαμβάνεται πριν από κάθε άσμα … Dictionary of Greek
προᾴσματα — πρόᾳσμα prelude neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)